Η Μάχη των Οχυρών (06-09 Απριλίου 1941)

 



ΕΙΣΑΓΩΓΗ

«Μάχη των Οχυρών» ονομάστηκε ο τετραήμερος αμυντικός αγώνας των υπερασπιστών της αποκαλούμενης «Γραμμής Μεταξά» έναντι των γερμανικών δυνάμεων οι οποίες την 0515 της 6ης Απριλίου 1941 επιτέθηκαν απροειδοποίητα εναντίον της Ελλάδας. Η Γερμανία, έχοντας ήδη αποφασίσει να εισβάλει στην ΕΣΣΔ, αναγκάστηκε, με αφορμή την οριστική αποτυχία της ιταλικής εισβολής στην Ελλάδα, να επέμβει προκειμένου να ελέγξει πλήρως τα Βαλκάνια, μια από τις βασικές προϋποθέσεις επιτυχίας της ρωσικής εκστρατείας. Προς αυτό το σκοπό ενεργοποίησε το «Γερμανό- Ιταλικό Σύμφωνο Φιλίας και Συμμαχίας», γνωστό και ως «Χαλύβδινο Σύμφωνο» και έσπευσε να συνδράμει την Ιταλία εισβάλοντας ταυτόχρονα στην Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα υλοποιώντας το σχέδιο με την κωδική ονομασία «ΜΑΡΙΤΑ».

Η απροσδόκητη στρατιωτική κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας εντός μιας εβδομάδας οδήγησε, τελικά, στην κατάληψη της Θεσσαλονίκης σφραγίζοντας την μοίρατων ελληνικών δυνάμεων του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ) που αμύνονταν στα οχυρά. Την 0800 της 9 ης Απριλίου 1941 η γερμανική 2 η Τεθωρακισμένη Μεραρχία εισήλθε στη Θεσσαλονίκη. Αποκομμένος από την υπόλοιπη χώρα και με τις γερμανικές δυνάμεις να έχουν υπερφαλαγγίσει τις ελληνικές ο Αντιστράτηγος Μπακόπουλος διατάχθηκε από το Γενικό Στρατηγείο να διακόψει τις επιχειρήσεις. Ο ίδιος διαπραγματεύθηκε την παράδοση των δυνάμεων του ΤΣΑΜ προκειμένου να αποφύγει την μάταιη θυσία αίματος. Την 1400 υπογράφτηκε η παράδοση και την 1600 επιβλήθηκε η κατάπαυση πυρός.
Προς αναγνώριση του ηρωικού αγώνα των υπερασπιστών οι όροι της παράδοσης έδιναν στους Αξιωματικούς το δικαίωμα να κρατήσουν τα ξίφη τους και τα ελληνικά τμήματα να αποχωρήσουν χωρίς να συλληφθούν ως αιχμάλωτοι πολέμου. Σε αρκετές περιπτώσεις η παράδοση των οχυρών έγινε με την απόδοση τιμών από γερμανικά τμήματα προς τους αποχωρούντες Έλληνες αξιωματικούς και οπλίτες. Παρά την τελική έκβαση οι πράξεις γενναιότητας των μαχητών των οχυρών κέρδισαν το σεβασμό των αντιπάλων και με την πάροδο του χρόνου εγγράφηκαν στη συλλογική μνήμη του λαού ως οι “Θερμοπύλες του βορά”.
Πολιτικό - στρατιωτική κατάσταση πριν την εισβολή.
Γερμανία.
Οι σχεδιασμοί των Γερμανών για τις επιχειρήσεις στην βαλκανική είχαν ξεκινήσει ήδη από τον Νοέμβριο του 1940 όταν οριστικοποιήθηκε η απόφαση για εισβολή στην ΕΣΣΔ υπό την κωδική ονομασία επιχείρηση «ΜΠΑΡΜΠΑΡΟΣΑ». Μετά τους ατυχείς χειρισμούς και την αποτυχία των Ιταλών στην βαλκανική τους εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας η ανώτατη διοίκηση της Βέρμαχτ εξαρτούσε πλέον την έναρξη των επιχειρήσεων εναντίον της ΕΣΣΔ από την εξασφάλιση του ελέγχου της βαλκανικής καθώς, σύμφωνα με τα σχέδια, έπρεπε να εξασφαλιστεί το δεξιό πλευρό της γερμανικής προέλασης της Ομάδας Στρατιών Νότου από πιθανές Συμμαχικές ενέργειες. Περαιτέρω έπρεπε πάση θυσία να διατηρηθεί ο έλεγχος των πολύτιμων ρουμάνικων πετρελαιοπηγών από τις οποίες εξαρτιόνταν ο ανεφοδιασμός της Βέρμαχτ (Wehrmacht). Τέλος υπήρχε η εκτίμηση πως η παρουσία γερμανικών δυνάμεων στα Βαλκάνια θα ανάγκαζε την Τουρκία να προσχωρήσει στον Άξονα. Συνεπώς, με δεδομένους τους αποτυχημένους χειρισμούς των Ιταλών, ο χώρος της βαλκανικής χερσονήσου προσέλαβε ιδιαίτερη στρατηγική σημασία.
Η Γερμανία προετοιμάστηκε για τις επιχειρήσεις εξασφαλίζοντας καταρχήν τις γραμμές συγκοινωνιών της προς τα Βαλκάνια. Αυτό το πέτυχε ασκώντας σταθερό πολιτικό έλεγχο στην Ουγγαρία, την Βουλγαρία και την Ρουμανία. Την 23 Νοεμβρίου 1940 η Ρουμανία προσχώρησε στον Άξονα ακολουθούμενη από την Βουλγαρία την 1 η Μαρτίου 1941, η οποία έλαβε ως αντάλλαγμα την δέσμευση της Γερμανίας για παραχώρηση της Δυτικής Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας με την λήξη των επιχειρήσεων. Η σημασία που απέδιδε ο Χίτλερ στην βαλκανική εκστρατεία αντανακλάται στον όγκο των δυνάμεων που διατέθηκαν. Η 12 η Στρατιά υπό τον Στρατάρχη Βίλχελμ φον Λίστ, η οποία είχε αναλάβει την διεξαγωγή των επιχειρήσεων, περιελάμβανε τους εξής σχηματισμούς: το XL Σώμα Στρατού Αρμάτων (Δ. Βουλγαρία), το XVII Ορεινό Σώμα Στρατού (Ν. Βουλγαρία), το XXX Σώμα Στρατού Πεζικού (Ν.Α Βουλγαρία) και την 16 η Μεραρχία Αρμάτων. Επικουρικά είχαν διατεθεί η 1 η Ομάδα Αρμάτων και το L Σώμα Στρατού.
Εναντίον της Ελλάδας το γερμανικό σχέδιο επιθέσεως βασίζονταν στην προϋπόθεση ότι, λόγω του κύριου βάρους που είχε δοθεί στο αλβανικό μέτωπο, οι ελληνικές δυνάμεις θα στερούνταν επαρκούς έμψυχου δυναμικού καθώς και υλικών μέσων προκειμένου να αμυνθούν στα σύνορα Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας. Σε εφαρμογή του δόγματος του κεραυνοβόλου πολέμου (Blitzkrieg), που είχαν ήδη εφαρμόσει με επιτυχία στη Γαλλία, η επίθεση σχεδιάστηκε στη βάση της απόκτησης υπεροχής μέσω υπερκερωτικού ελιγμού ο οποίος θα οδηγούσε τις τεθωρακισμένες δυνάμεις στα νώτα των αναμενόμενων αμυντικών τοποθεσιών. Παράλληλα ειδικά εκπαιδευμένες και έμπειρες δυνάμεις θα προσέβαλαν κατά μέτωπο τις οχυρές τοποθεσίες.
Προς υλοποίηση των προαναφερθέντων ο φον Λίστ διέθεσε στις επιχειρήσεις εναντίον της Ελλάδας τρία Σώματα Στρατού. Το XVIII Ορεινό Σώμα Στρατού, αποτελούμενο από τη 2 η Μεραρχία Αρμάτων, την 5 η και την 6 η Ορεινές Μεραρχίες, την 72 η Μεραρχία Πεζικού και το ενισχυμένο 125 ο Σύνταγμα Πεζικού, συγκέντρωσε τις δυνάμεις του στη δυτική πλευρά των ελληνοβουλγαρικών συνόρων με σκοπό τη διάσπαση της «Γραμμής Μεταξά», την κατάληψη της Θεσσαλονίκης και την απομόνωση ολόκληρης της Ανατολικής Μακεδονίας. Η 2 η Μεραρχία Αρμάτων ειδικότερα θα διέσχιζε γιουγκοσλαβικό έδαφος προκειμένου να στραφεί προς νότο και στη συνέχεια Θεσσαλονίκη. Το ΧΧΧ Σώμα Στρατού θα επιτίθονταν κατά της «Γραμμής Μεταξά» από τα ανατολικά με σκοπό να καταλάβει τη Δυτική Θράκη και τα κατόπιν τα νησιά του Βορείου Αιγαίου. Το XL Σώμα Στρατού θα προέλαυνε στον άξονα Μοναστήρι-Φλώρινα- Γρεβενά, προκειμένου να απειλήσει τις ελληνικές δυνάμεις του μετώπου της Αλβανίας και τις ελληνοβρετανικές δυνάμεις στο Βέρμιο από τα νώτα. Σε ό,τι αφορούσε στις μηχανοκίνητες δυνάμεις οι Γερμανοί είχαν συγκεντρώσει 1.365 ελαφρά, 344 μέσα και 198 βαρέα άρματα ενώ η όλη επιχείρηση θα υποστηριζόταν από περίπου 1.000 αεροπλάνα. Ενδεικτικά η ελληνική πλευρά διέθετε 27 ελαφρά άρματα στη διάθεση της XIX Μηχανοκίνητης Μεραρχίας η οποία είχε το ρόλο εφεδρείας της γραμμής άμυνας Μπέλες – Νέστου.
Ελλάδα
Τα προβλήματα που απασχολούσαν την ελληνική πλευρά, ενόψει της γερμανικής απειλής, ήταν η εκλογή της αμυντικής τοποθεσίας και το ύψος της βρετανικής βοήθειας. Μετά από σειρά συσκέψεων της ελληνικής και βρετανικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, αποφασίστηκε η άμυνα να διεξαχθεί στη οχυρωμένη «Γραμμή Μεταξά» και στην τοποθεσία Βερμίου. Η παρουσία συμμαχικών δυνάμεων στον ελλαδικό χώρο θα αποτελούσε πρόκληση για τους Γερμανούς. Έτσι, αποφασίστηκε η αποβίβασή τους να πραγματοποιηθεί όταν τα γερμανικά στρατεύματα θα εισέρχονταν στη Βουλγαρία. Εξαιτίας όμως αυτής της καθυστέρησης οι βρετανικές δυνάμεις, ισχνές σε αριθμό ανδρών και ισχύ πυρός, δεν είχαν τη δυνατότητα να προσφέρουν ουσιαστική βοήθεια,
Οι Βρετανοί σύμμαχοι είχαν συμφωνήσει από την 4η Μαρτίου 1941 να συνδράμουν την Ελλάδα στη βάση ενός σχεδίου αμύνης το οποίο αποτελούσε καρπό πολύπλοκων και επώδυνων διαπραγματεύσεων. Το υπόψη σχέδιο προέβλεπε πως, προκειμένου να σταλούν στην Ελλάδα βρετανικές δυνάμεις, ο κύριος σκοπός των επιχειρήσεων θα ήταν η άμυνα στη τοποθεσία Καϊμακτσαλάν – Βέρμιο – Αλιάκμονας την οποία θα υπεράσπιζε ο κύριος όγκος των διαθέσιμων ελληνικών δυνάμεων και το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα. Αντί της εγκατάλειψης της ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, που είχαν αρχικά προτείνει οι Βρετανοί, συμφωνήθηκε η επιβράδυνση του εχθρού στην οχυρωμένη μεθοριακή γραμμή Μπέλες – Νέστος με τις ελάχιστες δυνατές δυνάμεις (3 μεραρχίες). Συνεπώς η άμυνα της οχυρής τοποθεσίας Μπέλες – Νέστου επαφίονταν, κυρίως, στις ελληνικές δυνάμεις των οχυρών και την αντοχή των Γιουγκοσλάβων, οι οποίοι έπρεπε να αποκρούσουν την γερμανική επίθεση εναντίον των εδαφών τους προκειμένου να μην διέρχονταν οι Γερμανοί μέσω Γιουγκοσλαβίας στα μετόπισθεν της γραμμής άμυνας.
Κατά την έναρξη της γερμανικής επίθεσης ο όγκος των ελληνικών δυνάμεων (Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας – ΤΣΔΜ και Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου – ΤΣΗ) βρίσκονταν στο Αλβανικό μέτωπο έχοντας μόλις αποκρούσει την εαρινή επίθεση των Ιταλών (επιχείρηση «ΠΡΙΜΑΒΕΡΑ»). Σύμφωνα με τα σχέδια στην οχυρωμένη τοποθεσία Μπέλες-Νέστος («Γραμμή Μεταξά») είχε αναπτυχθεί το Τακτικό Συγκρότημα Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ), υπό τον Αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Μπακόπουλο, το οποίο διέθετε τις XVIII, XIV και VII Μεραρχίες Πεζικού, την ΧΙΧ Μηχανοκίνητη Μεραρχία, την Ταξιαρχία Νέστου, την Ταξιαρχία Έβρου και το Απόσπασμα Κρουσίων. Αποστολή του ΤΣΑΜ, σύμφωνα με τις διαταγές του Γενικού Στρατηγείου, ήταν η σταθερή άμυνα επί της οχυρωμένης τοποθεσίας και, σε περίπτωση αδυναμίας εξασφάλισης της τοποθεσίας, σύμπτυξη των δυνάμεων του προς Θεσσαλονίκη. Το Απόσπασμα Κρουσίων θα απαγόρευε τη γερμανική προέλαση προς τη Θεσσαλονίκη σε περίπτωση διάρρηξης της τοποθεσίας Μπέλες. Ανατολικά του Στρυμόνα ήταν η VII και η XIV Μεραρχίες Πεζικού ενώ δυτικά του Στρυμόνα ήταν η XVIII. Στην ευρύτερη περιοχή της Ξάνθης ήταν ανεπτυγμένη η Ταξιαρχία Νέστου. Ως εφεδρεία τηρούνταν η XIX Μηχανοκίνητη Μεραρχία, νότια της λίμνης Δοϊράνης.
Η κατάσταση των ελληνικών μεραρχιών απείχε πολύ από όσο επέβαλλε η κατάσταση. Η XIX Μηχανοκίνητη Μεραρχία ήταν ελαττωμένης σύνθεσης, αποτελούνταν δε από λάφυρα του Αλβανικού μετώπου η ποιότητα και η ποσότητα των οποίων ήταν πολύ κάτωτου μέσου όρου. Στις υπόλοιπες μεραρχίες η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη. Οι αξιωματικοί των Μονάδων ήταν κατά 80% έφεδροι, η μέση δύναμη των Ταγμάτων ήταν περίπου 500 άνδρες, στην πλειοψηφία τους ντόπιοι επίστρατοι με ελάχιστη ή καθόλου πολεμική εμπειρία, οι Μόνιμοι Ανθυπολοχαγοί που διοικούσαν λόχους είχαν μόλις αποφοιτήσει από την Σχολή ενώ ο οπλισμός των Μονάδων ήταν πεπαλαιωμένος. Ενδεικτική της χαώδους διαφοράς σε ισχύ πυρός είναι η σύγκριση του αριθμού των αρμάτων: 27 ελαφρά άρματα συνολικά στην διάθεση των ελληνικών δυνάμεων έναντι 1365 ελαφρών, 344 μέσων και 198 βαρέων αρμάτων που είχαν οι Γερμανοί. Σε ό,τι αφορά στην αεροπορική κάλυψη η Ελλάδα δεν διέθετε αεροπλάνα στο συγκεκριμένο μέτωπο.
Η “Γραμμή Μεταξά”
Κατά την έναρξη των γερμανικών επιχειρήσεων εναντίον της Ελλάδος στην οριογραμμή των συνόρων Ελλάδας – Βουλγαρίας είχε ολοκληρωθεί σε μεγάλο βαθμό ένα γιγαντιαίο, ως προς τους πόρους και τη δυσκολία υλοποίησης, αμυντικό έργο. Σκοπός του ήταν η προστασία της χώρας από αιφνίδια εχθρική ενέργεια εκ μέρους της Βουλγαρίας. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό. Από το σύνολο των 417 χιλιομέτρων της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου η οχυρωμένη τοποθεσία κάλυπτε, με διάφορα έργα, 215 χιλιόμετρα. Τη ραχοκοκαλιά αυτής της γραμμής αποτελούσαν είκοσι ένα, σύγχρονα για την εποχή, αυτόνομα, περίκλειστα οχυρά τα οποία διέθεταν δυνατότητα άμυνας προς όλες τις κατευθύνσεις. Τα οχυρά, μαζί με τα έργα που τα συμπλήρωναν, έγιναν μετέπειτα γνωστά ως «Γραμμή Μεταξά».
Τα πολιτικά και στρατιωτικά επιχειρήματα για την κρισιμότητα της οχύρωσης της μεθορίου προέκυπταν από τη γεωγραφία της χώρας καθώς η βόρεια Ελλάδα ήταν – και είναι - εύκολο να προσβληθεί από την πλευρά της Βουλγαρίας και της τότε Γιουγκοσλαβίας σε τρία σημεία. Τα σημεία αυτά, από τα ανατολικά προς τα δυτικά, είναι η διάβαση του Στρυμόνα, η κοιλάδα του Αξιού και η διάβαση του Μοναστηρίου. Κάθε διείσδυση εισβολέα μέσω των 2 κοιλάδων θα είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την κατάληψη της Κεντρικής και της Ανατολικής Μακεδονίας καθώς και της δυτικής Θράκης. Συμπερασματικά, ελλείψει του αναγκαίου στρατηγικού βάθους στην βόρεια Ελλάδα η αποφυγή με κάθε τρόπο μιας αιφνιδιαστικής επίθεσης ήταν ζωτικής σημασίας.
Η σχεδίαση της οχύρωσης της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου υλοποιήθηκε με βάση ορισμένες θεμελιώδεις παραδοχές:
α) Η οχύρωση απέβλεπε στην αρχική αντιμετώπιση αντίπαλου Στρατού με οργάνωση και δυνατότητες όπως των όμορων βαλκανικών χωρών (Βουλγαρία), οι οποίες ήταν γνωστές, συγκεκριμένες και σαφώς περιορισμένες σε σχέση με εκείνες των Δυτικών στρατών των μεγάλων κρατών (Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία)
β) Οι παθητικές αμυντικές δυνατότητες που θα παρείχε η γραμμή των οχυρών θα αξιοποιούνταν μέσω αντεπιθέσεων του τακτικού Ελληνικού Στρατού, ο οποίος, επιπλέον, θα κάλυπτε τα πλευρά της αμυντικής διάταξης και θα παρείχε την αναγκαία εγγύς προστασία στα οχυρά ενάντια στις εχθρικές ενέργειες κατάληψής τους.
γ) Την άμυνα της τοποθεσίας θα συμπλήρωναν το πυροβολικό των μετόπισθεν, οι θέσεις του οποίου, όπως και οι τομείς πυρών υποστήριξης, είχαν αναγνωριστεί και οργανωθεί σε βάθος. Την προσβολή των οχυρών από αέρος θα απέτρεπε η αεροπορική κάλυψη με καταδιωκτικά αεροσκάφη.
Από τα προηγούμενα καθίσταται σαφές ότι τα οχυρά είχαν σχεδιαστεί να λειτουργούν ως μέρος ενός συνολικού σχεδίου ενεργητικής και παθητικής άμυνας στο οποίο ζωτικό ρόλο είχαν οι εφεδρείες. Ο απολύτως κρίσιμος παράγοντας και αναγκαία προϋπόθεση κάθε αμυντικού σχεδίου ήταν ότι σε καμία περίπτωση δεν θα διέρχονταν εχθρικές δυνάμεις από την Γιουγκοσλαβία οι οποίες δυνητικά θα μπορούσαν να φτάσουν στα πλευρά και τα νώτα της γραμμής άμυνας του Αλιάκμονα και να αποκόψουν από τον ηπειρωτικό κορμό όλες τις δυνάμεις που θα αμύνονταν από την Θεσσαλονίκη μέχρι την Θράκη.
Παρά την στρατηγική σημασία της τοποθεσίας και παρά τα διδάγματα του Α ́ΠΠ μέχρι το 1935 δεν είχε δοθεί η δέουσα προσοχή και δεν υπήρχαν ολοκληρωμένες μελέτες για την αμυντική οργάνωση του εδάφους. Το 1935, μετά την εισβολή της Ιταλίας στηνΑιθιοπία, έγινε κατανοητό πως το διεθνές περιβάλλον ασφαλείας έφθινε καθημερινά. Το 1936, με την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τον Ιωάννη Μεταξά, τα αμυντικά οχυρωματικά έργα των ελληνοβουλγαρικών συνόρων είχαν κριθεί ως έργα μείζονος εθνικής σημασίας και άρχισαν να υλοποιούνται με φρενήρεις ρυθμούς. Ο Μεταξάς είχε ιδία άποψη για την σημασία της συγκεκριμένης περιοχής γεγονός που τον οδήγησε σε μια άνευ προηγουμένου προσπάθεια για την ολοκλήρωση των έργων η οποία δεν είχε προηγούμενο στην ιστορία του Ελληνικού Στρατού και του Μηχανικού ειδικότερα.
Προκειμένου να επισπευτούν στο μέγιστο δυνατό οι χρόνοι ολοκλήρωσης των οχυρών συχνά συγχωνεύονταν όλα τα στάδια υλοποίησης: η μελέτη κατασκευής, η χάραξη επί του εδάφους και το οικοδομικό έργο μαζί με την αναγκαία κατασκευή διαβάσεων για την μεταφορά των υλικών. Η πίεση χρόνου μεγάλωνε όσο η διεθνής πολιτικοστρατιωτική κατάσταση επιδεινώνονταν. Την ολοκλήρωση των έργων δυσχέραινε σημαντικά η ανάγκη υπερνίκησης σχεδόν ανυπέρβλητων εδαφικών περιορισμών, συνέπεια του γεγονότος της επιλογής της τοποθεσίας ενός εκάστου. Κορυφογραμμές και ορεινές διαβάσεις, άκρως δυσπρόσιτα ορεινά εδάφη στα οποία δεν υπήρχε μέχρι τότε οδική πρόσβαση. Ακόμη και η μεταφορά των αναγκαίων οικοδομικών υλικών στις τοποθεσίες αποτέλεσε άθλο για την ολοκλήρωση του οποίου χρησιμοποιήθηκαν μέχρι και καμήλες, ως ανθεκτικότερες και ικανότερες να μεταφέρουν μεγάλα φορτία σε αυτό τον τύπο εδαφών. Επιπρόσθετα, η διαδικασία προμήθειας των υλικών, τόσο για την κατασκευή όσο και για τον πολεμικό εξοπλισμό των οχυρών, συναντούσε σημαντικά προβλήματα εξαιτίας καθυστερήσεων στις παραδόσεις εκ μέρους των ξένων προμηθευτών οι οποίοι ήδη αντιμετώπιζαν πιέσεις από τις κυβερνήσεις των χωρών στις οποίες έδρευαν.
Οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί του μεγέθους των έργων και της προσπάθειας: 1,5 δις δραχμές (1939) ή αλλιώς το 10% του ετήσιου προϋπολογισμού της χώρας, 115 χλμ. διάνοιξης και κατασκευής νέων οδών, 92 χλμ. επισκευή παλαιού δικτύου, 24 χλμ. υπόγειες στοές, 13 χλμ. υπόγειες εγκαταστάσεις διαβίωσης, 900.000 κυβικά μέτρα εκσκαφές, 66.000 τόνοι τσιμέντου, 12.000 τόνοι σιδηροπλισμός, 180.000 κυβικά μέτρα σκυροδέματα, 17 χλμ. σωλήνων αερισμού, 75 χλμ σωλήνων ύδρευσης, 90 χλμ. συρματοπλέγματος.
Η «Γραμμή Μεταξά» περιλάμβανε είκοσι ένα αυτόνομα οχυρά, προκεχωρημένες οργανωμένες θέσεις άμυνας, όπως πολυβολεία και πυροβολεία με σκέπαστρα ή χωρίς, παρατηρητήρια πυροβολικού και τα συνήθη έργα εκστρατείας, όπως σειρές αντιαρματικών κωλυμάτων και συρματοπλέγματα, χαρακώματα μάχης και τάφροι συγκοινωνίας. Τα αντιαρματικά κωλύματα περιελάμβαναν συνδυασμό τάφρων, τσιμεντένιων κώνων (δόντια) και σιδηροτροχιών προσεδεμένων με τσιμέντο στο κέντρο (αχινός) Εξαιρετική σημασία είχε δοθεί στις επικοινωνίες, καθώς κάθε οχυρό είχε πλέον των δυο διαφορετικών γραμμών επικοινωνίας τόσο με τα άλλα οχυρά όσο και με τις θέσεις των Στρατηγείων στα μετόπισθεν και τις Διοικήσεις Πυροβολικού. Τα καλώδια των τηλεφωνικών γραμμών, 1216 χιλιόμετρα γραμμών εκτός οχυρών, είχαν τοποθετηθεί στα δύο μέτρα, βάθος το οποίο, εκ των υστέρων, αποδείχτηκε ανεπαρκές για την προστασία από τους βομβαρδισμούς. Τα οχυρά είχαν αυτονομία 10 ημερών σε τρόφιμα και πόσιμο νερό. Οι εγκαταστάσεις διαβίωσης παρείχαν όλες τις αναγκαίες διευκολύνσεις ενώ ο αέρας φιλτράρονταν με ειδικές συσκευές. Η ηλεκτροδότηση των μηχανημάτων, των διαβιβάσεων και του φωτισμού εξασφαλίζονταν από ηλεκτρογεννήτριες.
Το 1941 τα οχυρωματικά έργα είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί. Την παραμονή της εισβολής των Γερμανών η κατάσταση είχε ως εξής: το μόνο οχυρό που θεωρούνταν ημιτελές ήταν το Ποποτλίβιτσα, το οποίο όμως παρείχε δυνατότητα αντιστάσεως. Τα έργα του συγκροτήματος Ρούπελ είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί εκτός από μικρά συμπληρωματικά έργα νωτιαίας άμυνας, το οχυρό Κάλη είχε σχεδόν αποπερατωθεί εκτός ενός έργου δεύτερης γραμμής ενώ όλα τα υπόλοιπα οχυρά θεωρούνταν ολοκληρωμένα σε ό,τι αφορά στις κατασκευές έργων. Μόλις διαφάνηκε η πιθανότητα της γερμανικής απειλής τα οχυρωματικά έργα επεκτάθηκαν προς τα δυτικά από τη λίμνη Δοϊράνη μέχρι την ανατολική όχθη του Αξιού ποταμού όμως υπό την πίεση του χρόνου υλοποιήθηκαν μόνο περιορισμένα έργα εκστρατείας όπως αντιαρματικές τάφροι και ορισμένα σκυρόδετα επίγεια έργα.
Τα οχυρά επάνδρωναν 329 Αξιωματικοί και 9740 οπλίτες οι οποίοι είχαν τοποθετηθεί σε αυτά πολύ νωρίτερα από την έναρξη των επιχειρήσεων των Γερμανών. Η εντοπιότητα των περισσότερων οπλιτών, ο χρόνος που είχαν να εξοικειωθούν με τα οχυρά και η καθημερινή εκπαίδευση υπό τις οδηγίες των Διοικητών των οχυρών είχε ως αποτέλεσμα να καταστούν μια θανάσιμη δύναμη ενάντια σε κάθε εχθρό. Σε περισσότερες των μια περιπτώσεων οι στρατιώτες των οχυρών πολέμησαν σε συνθήκες πλήρους συσκότισης ή εκκαθάρισαν εξωτερικούς χώρους των οχυρών χωρίς τη συνδρομή εφεδρικών δυνάμεων. Αν όμως το ανθρώπινο δυναμικό ήταν πλήρες και ετοιμοπόλεμο σε ό,τι αφορά στα αποθέματα των οχυρών σε πολεμικό υλικό (πυρομαχικά, οπλισμός, ανταλλακτικά οπλισμού καθώς και άλλα αναγκαία υλικά) παρατηρούνταν σημαντικές ελλείψεις. Οι ελλείψεις παρουσιάζονταν σε κρίσιμα υλικά: αποθέματα πυρομαχικών, εφεδρικά πολυβόλα και αντιαεροπορικά όπλα. Όλες οι ελλείψεις ήταν γνωστές αλλά αναπόφευκτες καθώς μεγάλο μέρος του αποθέματος πυρομαχικών και αριθμός οπλισμού είχε μεταφερθεί νωρίτερα στο Αλβανικό Μέτωπο για την απόκρουση της επιχείρησης «ΠΡΙΜΑΒΕΡΑ» και δεν αναπληρωθεί ούτε επιστραφεί.
Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ
6 η Απριλίου 1941 – Ημέρα 1 η
Την 0515 της 6 ης Απριλίου οι γερμανικές δυνάμεις επιτέθηκαν σε ολόκληρο το μέτωπο από τα σύνορα Ελλάδας – Βουλγαρίας – Γιουγκοσλαβίας μέχρι βόρεια της Κομοτηνής. Η κύρια προσπάθεια των Γερμανών εκδηλώθηκε εναντίον των οχυρών Μπέλες και Ρούπελ.
Εναντίον του Μπέλες οι Γερμανοί έστειλαν 2 ορεινές Μεραρχίες (την 5η και την 6η ) και εναντίον του συγκροτήματος του οχυρού Ρούπελ το 125ο ενισχυμένο Σύνταγμα το οποίο είχε πολεμήσει στη γραμμή “Μαζινό” και είχε σημαντική εμπειρία εναντίον οχυρωμένων τοποθεσιών. Το γερμανικό σχέδιο ενεργείας περιελάμβανε διαδοχικά κύματα βομβαρδισμών από αεροπλάνα καθέτου εφορμήσεως (Στούκας) και πυροβολικό. Υπό την κάλυψη των συνεχόμενων πυρών και βομβαρδισμών είχε σχεδιαστεί να προωθηθούν οι δυνάμεις του πεζικού. Παρά τα καταιγιστικά πυρά το συγκρότημααντιστάθηκε νικηφόρα στις επιθέσεις. Οι απώλειες του την πρώτη ημέρα ήταν 6 νεκροί και 36 τραυματίες ενώ είχαν καταστραφεί 3 αντιαρματικά πυροβόλα και τρία πολυβόλα.
Ομοίως ισχυρά πυρά δέχθηκαν τα οχυρά Ιστίμπεη και Κελκαγιά στο αριστερό άκρο της αμυντικής τοποθεσίας. Οι μάχες έλαβαν επικές διαστάσεις όταν τα οχυρά απομονώθηκαν από τις δυνάμεις της XVIII Μεραρχίας που τα υποστήριζε. Κατά το βράδυ της πρώτης μέρας επιχειρήσεων στο Ιστίμπεη όλα τα μετωπικά όπλα και όργανα παρατηρήσεως είχαν καταστραφεί και οι μαχητές είχαν αποσυρθεί στις υπόγειες στοές με τον ατομικό οπλισμό τους. Το οχυρό Κελκαγιά το βράδυ της ίδιας μέρας βρίσκεται σε ακόμη δυσμενέστερη θέση καθώς είχε περικυκλωθεί και ο οπλισμός του είχε τεθεί εκτός μάχης ενώ επί του οχυρού είχαν βρεθεί εχθρικές δυνάμεις. Στον άλλο τομέα αμύνης, στα δεξιά της στενωπού Ρούπελ, το κύριο βάρος των επιθέσεων δέχτηκε το συγκρότημα του Οχυρού Περιθώρι το οποίο στο τέλος της ημέρας βρέθηκε με κατεστραμμένα αρκετά έργα του αλλά είχε κατορθώσει να απωθήσει συνδυασμένες εχθρικές ενέργειες δυο ταγμάτων.
Όμως ο αγώνας ήταν εξαρχής άνισος. Ήδη από το βράδυ της 6 ης Απριλίου η γερμανική 6 η Ορεινή Μεραρχία έφτασε σε υψόμετρο 2100 μέτρων και διέσχισε μια, θεωρούμενη απρόσιτη μέχρι εκείνη τη στιγμή, ορεινή διάβαση. Την 7 η Απριλίου είχε εισχωρήσει στην κοιλάδα Ροδοπόλεως και έφτασε τη σιδηροδρομική γραμμή προς Θεσσαλονίκη. Ακολούθησε την 7 η Απριλίου η υπερκέραση της άμυνας του Οχυρού «Ρούπελ» από την 5 η Ορεινή Μεραρχία, η οποία εξέθεσε την διάβαση σε επίθεση από τα νότια. Ταυτόχρονα η 72 η Μεραρχία Πεζικού το βράδυ της 9 η Απριλίου έφτασε στην περιοχή Β.Α των Σερρών. Το τελικό αποτέλεσμα των συνδυασμένων ενεργειών της πρώτης ημέρας ήταν η διάσπαση του αριστερού της αμυντικής τοποθεσίας, η περικύκλωση των οχυρών Ιστίμπεη και Κελκαγιά, τα οποία είχαν τεθεί πρακτικά εκτός μάχης και η κατάληψη της κορυφογραμμής του Μπέλες από την 6η Ορεινή Μεραρχία. Η γραμμή άμυνας είχε ήδη υπερφαλαγγιστεί.
7 η Απριλίου 1941 – Ημέρα 2 η
Παρόλο που οι γερμανικές δυνάμεις τους είχαν υπερφαλαγγίσει οι υπερασπιστές των οχυρών αρνήθηκαν να καταθέσουν τα όπλα και παρέμειναν στις θέσεις τους αμυνόμενοι. Οι γερμανοί χρειάστηκε να αγωνιστούν σκληρά για κάθε μέτρο εδάφους καθώς κάθε μεμονωμένο σημείο στηρίγματος της «Γραμμής Μεταξά» απαίτησε συνδυασμό μετωπικών και υπερκερωτικών ενεργειών καθώς και ισχυρή αεροπορική υποστήριξη μέχρι να εξουδετερωθεί. Χαρακτηριστικό της έντασης των μαχών είναι το γεγονός πως το ενισχυμένο 125 ο Σύνταγμα Πεζικού, το οποίο είχε πολεμήσει εναντίον των Γάλλων στη «Γραμμή Μαζινό», επιτέθηκε μετωπικά στο οχυρό «Ρούπελ» υπό την κάλυψη αεροπορικών βομβαρδισμών που προηγήθηκαν. Από τους βομβαρδισμούς καταστράφηκε ο αγωγός υδρεύσεως και δυο πολυβόλα. Το πιο κρίσιμο πλήγμα όμως ήταν η διείσδυση δυο Λόχων στα μετόπισθεν του οχυρού και η κατάληψη του Κλειδίου. Τελικά το 125 ο Σύνταγμα Πεζικού υπέστη τέτοιο αριθμό απωλειών ώστε αναγκάστηκε να αποσυρθεί από παραπέρα δράση μόλις κατόρθωσε να επιτύχει τον αντικειμενικό του σκοπό ενώ το οχυρό συνέχισε να αντιστέκεται με επιτυχία στις προσπάθειες κατάληψης του.
Στο αριστερό άκρο της τοποθεσίας ολοκληρώθηκε η εκκένωση του θύλακος Μπέλες από τις δυνάμεις της XVIII Μεραρχίας ενώ κατελήφθησαν από τις γερμανικέςδυνάμεις τα οχυρά Κελκαγιά και Ιστίμπεη που είχαν τεθεί εκτός μάχης την προηγούμενη ημέρα. Ως αποτέλεσμα της απώλειας των δυο οχυρών και της σύμπτυξης της Μεραρχίας βρέθηκε απομονωμένο το Οχυρό Αρπαλούκι. Οι Γερμανοί εστίασαν εκεί τους βομβαρδισμούς τους και προετοιμάζονταν για ενέργεια κατάληψης. Μετά από αίτηση του Διοικητή του Οχυρού διατάχθηκε η εγκατάλειψη του. Οι Γερμανοί κατόρθωσαν να εισέλθουν στο οχυρό Περιθώρι αλλά αποδεκατίστηκαν από την φρουρά του οχυρού καθώς ο επικεφαλής Αξιωματικός διέταξε συσκότιση. Οι υπερασπιστές του οχυρού, καλά εκπαιδευμένοι από την ειρηνική περίοδο, αιφνιδίασαν τους Γερμανούς οι οποίοι στο σκοτάδι υπέστησαν πανωλεθρία.
Στο δεξί άκρο της αμυντικής τοποθεσίας επαναλήφθηκε η συνδυασμένη γερμανική επίθεση στο οχυρό Περιθώρι. Μετά από σκληρές μάχες κατορθώνουν τελικά να εισχωρήσουν Γερμανοί οι υπερασπιστές του όμως κατορθώνουν μετά από δίωρη μάχη εντός του οχυρού να τους εκδιώξουν. Σημειώνονται σημαντικές ζημιές σε πολυβόλα και όργανα παρατήρησης οι οποίες μειώνουν περαιτέρω την μαχητική ισχύ του Οχυρού το οποίο παρά ταύτα παραμένει απόρθητο.
Με το ηθικό να παραμένει υψηλό και εξαιτίας της πείσμονος αντίστασης των υπερασπιστών των οχυρών η τοποθεσία Μπέλες – Νέστος, παρά την κατάληψη των οχυρών Ιστίμπεη και Κελκάγια παρέμεινε ουσιαστικά αρραγής. Η μάχη των οχυρών όμως έχει ήδη κριθεί σε άλλο μέτωπο. Το βράδυ της 7ης Απριλίου καταρρέει η γιουγκοσλαβική αντίσταση με αποτέλεσμα την αποδέσμευση επιπρόσθετων δυνάμεων για το Ελληνικό Μέτωπο. Ταυτόχρονα ξεκινά η προέλαση της 2ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας μέσω Γιουγκοσλαβίας προς νότο, δυτικά της λίμνης Δοϊράνης, διαμέσου της κοιλάδας του Αξιού προς Θεσσαλονίκη.
8 η Απριλίου 1941 – Ημέρα 3 η
Τα οχυρά Ρούπελ και Περιθώρι δοκιμάζονται σκληρά για τρίτη συνεχόμενη ημέρα αλλά εξακολουθούν να αντιστέκονται νικηφόρα. Στο αριστερό άκρο της τοποθεσίας οι Γερμανοί ολοκληρώνουν τις εκκαθαριστικές επιχειρήσειςκαταλαμβάνοντας το Οχυρό Ποποτλίβιτσα και εγκαθίστανται πλησίον των νώτων του συγκροτήματος Ρούπελ.
Παρά την κατάληψη του οχυρού Ποποτλιβίτσα οι Γερμανοί δεν κατόρθωσαν ούτε την τρίτη ημέρα να διασπάσουν την οχυρωμένη τοποθεσία Μπέλες – Νέστος. Αντιθέτως η “Γραμμή Μεταξά” φαίνεται να έχει κλονιστεί αλλά εξακολουθεί να αντέχει ακόμη παρά τις τρεις ημέρες αδιάκοπων βομβαρδισμών και πυρών πυροβολικού. Στο δεξί άκρο κοντά στο δοκιμαζόμενο οχυρό Περιθώρι, η VII Mεραρχία έχει βελτιώσει τις αμυντικές θέσεις της και είναι σε θέση να εκτοξεύει στοχευμένες αντεπιθέσεις για την αποσόβηση του κινδύνου που αποτελεί το εχθρικό πεζικό στα οχυρά.
Όμως την στιγμή που οι Ορεινές Μεραρχίες αγωνίζονταν για κάθε μέτρο εδάφους ενάντιων των υπερασπιστών η ΙΙ Τεθωρακισμένη Μεραρχία προελαύνοντας μέσω της Γιουγκοσλαβίας πέρασε τα ελληνικά σύνορα χωρίς να συναντήσει ουσιαστική αντίσταση. Υπερφαλάγγισε την ΧΙΧ Μηχανοκίνητη Μεραρχία και στις 2230 βρίσκονταν 20 χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη απαιτώντας την άνευ όρων παράδοση της πόλης.
9 η Απριλίου 1941 – Ημέρα 4 η
Την 9 η Απριλίου 1941 η ΙΙ Τεθωρακισμένη Μεραρχία βρισκόταν έξω από την Θεσσαλονίκη, το XVII Σώμα Στρατού προωθούνταν αργά αλλά σταθερά διαμέσου της «Γραμμής Μεταξά» ενώ το ΧΧΧ Σώμα Στρατού είχε φτάσει στο Νέστο ποταμό. Προ του κινδύνου να αιχμαλωτισθεί το σύνολο του προσωπικού του ΤΣΑΜ το Γενικό Στρατηγείο διέταξε την διακοπή των επιχειρήσεων. Η συνθηκολόγηση υπογράφτηκε από τον αντιστράτηγο Μπακόπουλο και τον διοικητή της ΙΙ Τεθωρακισμένης Μεραρχίας στρατηγό Βέιλ (Rudolf Veiel).
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Κατά την διάρκεια των μαχών τα οχυρά υπέστησαν και άντεξαν επί τρεις ημέρες τα αλλεπάλληλα κύματα βομβαρδισμού από αέρος και τα συγκεντρωτικά πυρά πυροβολικού. Οι υπερασπιστές τους, χωρίς εφεδρείες και με σοβαρές ελλείψεις σε πυρομαχικά και βαρύ οπλισμό, αγωνίστηκαν με πείσμα και απαράμιλλο θάρρος ενάντια στις διαδοχικές προσπάθειες κατάληψης που εξαπέλυαν οι ειδικά εκπαιδευμένες δυνάμεις πεζικού και μηχανικού των Γερμανών.
329 Αξιωματικοί και 9740 οπλίτες, το προσωπικό που επάνδρωνε τα οχυρά, στάθηκαν ενάντια σε 2 γερμανικά Σώματα Στρατού, αήττητα μέχρι εκείνη τη στιγμή και για τέσσερις ημέρες κράτησαν την τιμή ενός λαού στα χέρια τους. Όταν τελικά υπέκυψαν το έκαναν με το κεφάλι ψηλά και αναγκάζοντας τον εχθρό να αποδεχτεί πως αυτοί οι μαχητές ήταν τουλάχιστον ισάξιοι οποιουδήποτε δικού του.
Η πειθαρχημένη μέχρις εσχάτων αντίσταση των μαχητών των οχυρών έλαβε, με το πέρασμα του χρόνου, θέση στην εθνική συλλογική μνήμη αντίστοιχη της μάχης των Θερμοπυλών καθώς για άλλη μια φορά λίγοι στάθηκαν απέναντι σε πολλούς κρατώντας τις θέσεις τους αποφασισμένοι να πέσουν μέχρις ενός. Για τους Έλληνες των μετόπισθεν και ειδικότερα για τους ντόπιους κατοίκους της περιοχής οι μαχητές των Οχυρών ήταν οι δικοί τους ήρωες, αντίστοιχοι των υπερασπιστών του Υψώματος 731 που πριν ένα μήνα είχαν αποκρούσει την ιταλική επίθεση.




Νεότερη Παλαιότερη